δικύλινδρος

δικύλινδρος
-η, -ο
αυτός που έχει δύο κυλίνδρους.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δικύλινδρος — η, ο και ος, ο (για μηχανή ή μηχάνημα) αυτός που έχει δύο κυλίνδρους. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”